ἄωρ
Look at other dictionaries:
συνήωρ — ήορος και, κατά το λεξ. Σούδα, συνάωρ, άορος, ἡ, Α η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αωρ, αορος (< ἀείρω [II] «συνδέω, συνάπτω», βλ. και λ. συν ήορος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χρυσάορος — ον, και ποιητ. τ. χρυσάωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (για θεούς) αυτός που έχει χρυσό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άορος / άωρ (< ἄορ / ἆορ «ξίφος»). Η άποψη, ωστόσο, ότι το β συνθετικό τού τ. ανάγεται στη λ. ἀήρ δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek